Ἀγρίου — Ἄγριος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
μούσμων — μούσμων, ωνος, ὁ (Α) είδος άγριου κριαριού τής Κύρνου το οποίο είχε τρίχα σαν τής αίγας («γίγνονται δ ἐνταῡθα οἱ τρίχα φύοντες αἰγείαν ἀντ ἐρέας κριοί, καλούμενοι δὲ μούσμωνες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. (πρβλ. λατ. musmō «είδος… … Dictionary of Greek
ASINORUM Caro — saltem in fame, pro cibo fuisle legitur, 2. Regum c. 6. v. 25. ubi in Samaria a Syris obsesla, narratur asini caput siclis 80. venisse. Sic Artaxerxes apud Cadusios in summa fame, sola iumenta concidebat, cum nihil aliud suppeteret, ὥςτε ὄνου… … Hofmann J. Lexicon universale
CONTINUSA — insul. Hispaniae adiacens in freto Gaditano, aliis nominibus Gadira et Tartessus dicta. Plin. l. 4. c. 22. Lege Cotinusa, idque auctoritate Dionysii Perieg. v. 455. de hac insula loquentis: Καὶ τὴν μεν` ναετῆρες ἐπὶ προτέρων ἀνθρώπων, Κληζομεν´ην … Hofmann J. Lexicon universale
MURES Moscovitici — animalcula sunt, a Moscovia, ubi magnô numerô reperiuntur, vix vero alibi occurrentia: abietum, terrae et radicum latebras incolentes, a muribus nostratibus formâ parum absunt; sed tantâ odoris fragrantiâ, ut ex musco compacta et musco feta… … Hofmann J. Lexicon universale
SIMUR — vox Arabica, Σίμωρ in Hesychio, notat martis Zibellinae in Parchia genus. Ita enim Hesych. Σίμωρ παρὰ Πάρθοις καλεῖται τι μυὸς ἀγρίου εἶδος, οὗ ταῖς δοραῖς χρῶνται, προς χιτῶνας, Simor apud Parthos vocatur quaedam agrestis muris species, cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
Αμφίων — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δία και της Αντιόπης, σύζυγος της Νιόβης. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Ζήθο στον Κιθαιρώνα, όπου τους βρήκαν και τους μεγάλωσαν βοσκοί της περιοχής.… … Dictionary of Greek
Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… … Dictionary of Greek
Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… … Dictionary of Greek